- λεηλασίᾳ
- λεηλασίαι , λεηλασίαplunderingfem nom/voc plλεηλασίᾱͅ , λεηλασίαplunderingfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεηλασία — λεηλασίᾱ , λεηλασία plundering fem nom/voc/acc dual λεηλασίᾱ , λεηλασία plundering fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεηλασία — η (Α λεηλασία, επικ. τ. λεηλασίη) [λεηλατώ] αποκόμιση λείας, διαρπαγή, λαφυραγώγηση, καταλήστευση («καὶ πλοῡτον ἐκ...λεηλασιῶν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
λεηλασία — η βίαιη αρπαγή ξένου πράγματος, λαφυραγωγία, πλιάτσικο: Οι λεηλασίες των πειρατών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεηλασίας — λεηλασίᾱς , λεηλασία plundering fem acc pl λεηλασίᾱς , λεηλασία plundering fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεηλασίαι — λεηλασία plundering fem nom/voc pl λεηλασίᾱͅ , λεηλασία plundering fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεηλασίαν — λεηλασίᾱν , λεηλασία plundering fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεηλασιῶν — λεηλασία plundering fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεηλασίαις — λεηλασία plundering fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεηλασίη — λεηλασία plundering fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεηλασίης — λεηλασία plundering fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)